πολυποδιόψιδα

πολυποδιόψιδα
τα, Ν
βοτ. κλάση πτεριδοφύτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οφιογλωσσώδη — τα βοτ. τάξη πτεριδοφύτων τής κλάσης πολυποδιόψιδα, που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια οφιογλωσσίδες, μικρές φτέρες, με 4 γένη και 90 περίπου είδη …   Dictionary of Greek

  • σαλβίνια — η, Ν βοτ. γένος πτεριδοφύτων, μοναδικό τής οικογένειας σαλβινιίδες, που ανήκει στην τάξη σαλβινιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη μικροσκοπικών φυτών, τα οποία επιπλέουν σε στάσιμα ή αργοκινούμενα γλυκά νερά τών εύκρατων χωρών.… …   Dictionary of Greek

  • σκολοπένδριο — το / σκολοπένδριον, ΝΑ [σκολόπενδρα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες τής τάξης πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη φτέρης, και το οποίο κατά την… …   Dictionary of Greek

  • σχιζαιίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια πτεριδοφύτων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη, τής κλάσης πολυποδιόψιδα ή, σύμφωνα με άλλα συστήματα κατάταξης, μοναδική οικογένεια τής τάξης σχιζαιώδη, η οποία περιλαμβάνει 4 γένη και 160 περίπου είδη, τα περισσότερα από τα …   Dictionary of Greek

  • τριχομανές — το, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα και περιλαμβάνει 300 περίπου είδη φτέρης τών τροπικών και υποτροπικών, κυρίως, περιοχών αρχ. το φυτό ασπλένιο, κν. γνωστό σήμερα ως πολυτρίχι.… …   Dictionary of Greek

  • φτέρη — Φυτά της κλάσης των πτεριδικών, του αθροίσματος των πτεριδόφυτων. Είναι πολύ εξελιγμένα κρυπτόγαμα κορμόφυτα που έχουν ρίζες, βλαστό και φύλλα. Επιπλέον είναι εφοδιασμένα με σύστημα αγωγών αγγείων, γι’ αυτό και κατατάσσονται στα κρυπτόγαμα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”